- γυροδρόμος
- γῡρο-δρόμος, ον,A running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυροδρόμος — γυροδρόμος, ον (Α) αυτός που περιστρέφεται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + δρόμος < δρόμος] … Dictionary of Greek
γυροδρόμον — γῡροδρόμον , γυροδρόμος running round in a circle masc/fem acc sg γῡροδρόμον , γυροδρόμος running round in a circle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek